Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013 - 0 σχόλια

Ο Μάνος Χατζιδάκις για την 28η Οκτωβρίου στο Τρίτο πρόγραμμα της ΕΡΑ





«Γιατί είπε το «Όχι» ο Μεταξάς αφού θαύμαζε τον άξονα και κυβερνούσε με τον τρόπο του χιτλερικού εθνικοσοσιαλισμού; Αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά, οι πιέσεις, οι Άγγλοι, τα ανάκτορα κλπ. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί: Και αν λέγαμε ναι; Πάλι στα ίδια θα ήμασταν. Ένα δυο χρόνια υπό συμμαχική επιστασία – μήπως δεν ήμασταν πέντε και δέκα χρόνια κάτω από αυτούς; - και ύστερα μέσα στη συμμαχία και τέλος στην ευρωπαϊκή κοινότητα.

Άσε και εκείνη την μεταπολεμική ψευδαίσθηση που μας την καλλιεργούσαν και οι πρώτες μεταπολεμικές κυβερνήσεις ότι ήμασταν και οι πρωταγωνιστές του πολέμου, οι περιούσιοι των συμμάχων. Πιστεύαμε στο τέλος σαν τον Καραγκιόζη πως εμείς σκοτώσαμε τον καταραμένο όφι. Μεθύσαμε από δόξα που μόνοι μας χαρίσαμε στους εαυτούς μας. Για άλλη μια φορά νίκησαν οι Χίτες, οι κουτσαβάκιδες, οι ταγματασφαλίτες, οι βασανιστές και οι μέλλοντες Μιχαλόπουλοι και οι Κουρήδες. Αυτή είναι η 28η Οκτωβρίου».


Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013 - 0 σχόλια

Τα τζιτζικια ροκανίζουν το καλοκαίρι


 Καθόμουν σήμερα, ώρες εργάσιμες του συστήματος, κι άκουγα δίχως τύψη καμία τα τζιτζίκια που κυριαρχούσαν στο μικροσύμπαν μου, λες και ροκάνιζαν το καλοκαίρι, έβλεπα τα κλαριά των λιόδεντρων να σουρομαλλιάζονται από τον άνεμο, μέλισσες να πετάνε από τον έναν κολοκυθοανθό στον άλλον, ακριδάκια και χίλια δυο άλλα έντομα να κάνουν κι αυτά τη ζωή τους, οι γάτες ξάπλα σε λήθαργο και όλα τα φυτά να καρτερούνε πότε θα φύγει ο ήλιος από πάνω τους, πότε θα πέσει πάλι η δροσιά της νύχτας να αναλάβουν κι αυτά δυνάμεις.

Και σκεφτόμουν πως καθόλου δεν τη νοιάζει τη φύση ολόγυρα για το παράλληλο σύμπαν, το οποίο φτιάξαμε και μέσα του ζούμε δυστυχισμένοι οι άνθρωποι. Καρφί δεν της καίγεται αν βάλαμε μαντρότοιχους και σύρματα, αν ορίσαμε περιουσίες και σύνορα, αν κάναμε μεταξύ μας συμβόλαια, αν πληρώνουμε φόρους και χαράτσια, αν έχουμε πάρει στα πολύ σοβαρά τον εαυτό μας και τον ρόλο μας ως ιδιοκτήτες της, αν νομίζουμε πως την ορίζουμε, πως είμαστε αιώνιοι και πως θα την κληροδοτήσουμε κιόλας ο καθένας όπου γουστάρει.

Καμία απολύτως έγνοια δεν έχει η φύση ολόγυρα για το αν έχουμε ορίσει εμείς την πλάνη μας, αισθανόμαστε βολεμένοι ως αυθεντικοί ηλίθιοι εντός της, και διάγουμε τον βίο μας όλον δουλεύοντας για το χρήμα και την ιδιοκτησία, πεθαίνουμε στο τέλος δίχως να έχουμε ζήσει τίποτα.
 Τόσους και τόσους είδανε τούτα τα αιωνόβια λιόδεντρα να κάθονται από κάτω τους, να απολαμβάνουν, να ερωτεύονται, να μοχθούν. Σαν τα τζιτζίκια που κάθε καλοκαίρι είναι άλλα πάνω στα κλαριά τους, αλλά όλα τα ίδια φαίνονται κι ακούγονται, έτσι μας βλέπει κι εμάς ύστερα από τόσες χιλιάδες χρόνια πια η φύση. Δεν ξεχωρίζει ούτε βενιζέλους, ούτε σαμαράδες, ούτε στουρνάρες, ούτε σοιμπλέδες, ούτε κανέναν κρετίνο αλαζόνα που μοστράρει τις κοιλιές και τις γραβάτες του, τις γνώσεις του τις απολύτως χειραγωγημένες, και νομίζει πως είναι κάτι. Δεν ξεχωρίζει η φύση ούτε καν χοντρούς, κεκέδες, βλάκες, μαύρους, λευκούς, ανάπηρους, πλούσιους ή φτωχούς, τίποτα δεν ξεχωρίζει. Ένα είμαστε όλοι γι’ αυτήν. Ένα σώμα η ανθρωπότητα. Κανείς δεν είναι ανώτερος από τον άλλον, κι όλοι εξυπηρετούμε τους κύκλους της ζωής και της οικονομίας της, της μοναδικής αληθινής, αυθύπαρκτης οικονομίας, όλοι μετέχουμε σ’ αυτούς τους κύκλους ως οργανικά στοιχεία της που ετοιμάζονται να γίνουν ανόργανη ύλη, είμαστε απλά και μόνο ο κρίκος της αέναης αλυσίδας θανάτων, ο οποίος τούτη τη στιγμή οδεύει στο να γίνει χώμα κι αυτός, όπως εκατομμύρια άλλοι όμοιοι κρίκοι στο παρελθόν, για να θρέψει τους επόμενους, ανθρώπους, φυτά και ζώα, που θα γεννηθούν και θα δοκιμάσουν κι αυτοί μπας και ζήσουν…

Χαμπάρι όμως δεν παίρνουμε από τίποτα. Ούτε από ιστορία ούτε από θάνατο πια. Πορευόμαστε στα ίδια και τα ίδια λάθη, την ίδια ύβρη χιλιάδες χρόνια και όσο πάμε μπρος, όσο πιο “πολιτισμένοι” γινόμαστε, τόσο για τον θάνατό μας ιδέα δεν έχουμε, τόσο από ζωή δεν παίρνουμε πρέφα τίποτα. Αντ’ αυτού ξανά και ξανά αναλωνόμαστε στο να θρέφουμε όσο πιο χοντρό και υπερφίαλο το τομάρι μας, κι έτσι τόσο πιο έντρομοι φτάνουμε στην ύστατη ώρα, στον προσωπικό μας θάνατο.

Ο καθένας θα την βρει μπροστά του πολύ σύντομα την κάθε του πράξη και την κάθε του μη πράξη, την ύβρη που διέπραξε σπαταλώντας το δώρο της μοναδικής του ζωής για να θρέψει κοιλιά και μάταιο εγωισμό.

Εν αναμονή λοιπόν της κρίσης του καθένα, ας απολαύσουμε ως τότε όποιοι και όσο μπορούν την κάθε μοναδική στιγμή και ανάσα μας








Πηγή:yiannismakridakis.gr
Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013 - 0 σχόλια

Νότες θλιμμένες και… ξυπόλητες



ΡΕΠΟΡΤΑΖ του δρόμου

 «ΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ» ΜΕΧΡΙ 12 ΩΡΕΣ ΤΗ ΜΕΡΑ, ΠΟΥΛΩΝΤΑΣ ΧΑΡΤΟΜΑΝΤΙΛΑ, ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΕ ΦΤΗΝΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΚΟΥΛΟΥΡΙΑΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΥΟ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΚΑΠΟΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ. 187 ΠΑΙΔΙΑ-ΕΠΑΙΤΕΣ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, 400 ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

 «Δουλειά για τους μεγάλους, παιχνίδι και σχολείο για τα παιδιά». Το σύνθημα της κοινωνικής οργάνωσης ΑΡΣΙΣ ενάντια στην παιδική εργασία έχει δυστυχώς και το αντίστροφό του: Περισσότεροι μεγάλοι στην ανεργία, περισσότερα παιδιά στην επαιτεία. Η φτώχεια των γονιών δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την εκμετάλλευση των παιδιών, ωστόσο, όπως αποδεικνύουν οι έρευνες, το πρόβλημα δεν λύνεται με τιμωρητικά μέτρα, αλλά με υποστηρικτικές δομές, για τα παιδιά και τις οικογένειές τους. 187 παιδιά κατέγραψε η οργάνωση να επαιτούν μόνο στο κέντρο της Αθήνας το τελευταίο τρίμηνο του 2012, και 400 παιδιά στη Θεσσαλονίκη σε όλη τη διάρκεια του χρόνου.

 Η «Εφ.Συν.» ακολούθησε τα παιδιά των δρόμων της Αθήνας και στηρίζει έναν άλλο αγώνα δρόμου, για χάρη των παιδιών, που πραγματοποιείται την Κυριακή στη Θεσσαλονίκη.

 Της Αφροδίτης Τζιαντζή

 Tα βλέπετε καθημερινά. Σε ακριβούς πεζοδρόμους και γραφικά στενά, σε κεντρικές ή υποβαθμισμένες πλατείες, στα πεζοδρόμια και στους σταθμούς του μετρό, στα βαγόνια του ηλεκτρικού με φτηνά μουσικά όργανα και πλαστικά ποτηράκια για τα κέρματα, κουλουριασμένα στην αγκαλιά κάποιας γυναίκας, έξω από φούρνους ζητώντας φαγητό, σε εστιατόρια και καφέ πουλώντας χαρτομάντιλα. Είναι τα παιδιά που αναγκάστηκαν να μεγαλώσουν νωρίς, τα παιδιά που «εργάζονται», όπως περιγράφουν τα ίδια αυτό που κάνουν, έως και 12 ώρες καθημερινά. Πιάνουν δουλειά στις 10.30 το πρωί και γυρίζουν στο σπίτι τους κατάκοπα μετά τις 11 το βράδυ, συχνά ασυνόδευτα, ευάλωτα σε διάφορες μορφές κακοποίησης. Είναι από βρέφη λίγων μηνών, μέχρι έφηβοι δεκάξι χρόνων. Αρκετά πηγαίνουν σχολείο αλλά σπάνια παρακολουθούν τακτικά τα μαθήματα και σχεδόν ποτέ δεν ολοκληρώνουν τη βασική εκπαίδευση. Κάποια είναι θύματα τράφικινγκ, συχνά μαζί με τις μητέρες τους. Τα περισσότερα τα βγάζουν στον δρόμο οι οικογένειές τους, θεωρώντας το σχεδόν φυσικό, ειδικά όταν και οι ίδιοι οι γονείς μεγάλωσαν με αυτό τον τρόπο.

 Πριν νιώσετε οίκτο ή αποτροπιασμό για το «τι είδους γονείς είναι αυτοί που φέρονται έτσι στα παιδιά τους», πριν αναρωτηθείτε «τι κάνει το κράτος» (ομολογουμένως όχι και πολλά) πριν βάλετε το χέρι στην τσέπη ή στην περίπτωση που θεωρήσετε λύση την καταγγελία στην Αστυνομία, σκεφθείτε το ξανά. Κάτι στο οποίο συγκλίνουν οι φορείς που ασχολούνται με τα παιδιά του δρόμου είναι ότι οι καταγγελίες στην Αστυνομία πρέπει να είναι η τελευταία διαφυγή, αφού έχουν εξαντληθεί όλες οι άλλες προσπάθειες και αφού έχει βρεθεί από πριν μία λύση υποδοχής για το παιδί. Δεύτερον, με το να δίνετε χρήματα δεν βοηθάτε το παιδί, αλλά αθελά σας αναπαράγετε και ενθαρρύνετε την εκμετάλλευσή του.

 Οπως μας πληροφορεί η κ. Σουλελέ, νομική σύμβουλος της ΑΡΣΙΣ, κοινωνικής οργάνωσης υποστήριξης νέων που ασχολείται με τα παιδιά του δρόμου από το 2002, μια καταγγελία στην Αστυνομία θα προκαλέσει μεγαλύτερα προβλήματα στα ίδια τα παιδιά: «Αφού συλλαμβάνονται, σε μια συνήθως τραυματική και ταπεινωτική εμπειρία, οδηγούνται στα κρατητήρια ανηλίκων και στον εισαγγελέα ανηλίκων εντός 24ωρου. Ο εισαγγελέας έχει την επιλογή είτε να απόσχει των καταγγελιών είτε να παραπέμψει το παιδί σε επιμελητή ανηλίκων είτε να ασκήσει δίωξη και να ορίσει δικάσιμο. Και στις τρεις περιπτώσεις το παιδί επιστρέφει στον δρόμο, αφού το παραλαμβάνει συνήθως κάποιος συγγενής (ο γονέας δεν εμφανίζεται για ευνόητους λόγους).

 Οι δίκες στη συντριπτική τους πλειοψηφία πραγματοποιούνται ερήμην, μόλις ένα παιδί εμφανίστηκε σε δίκη για επαιτεία από το 2010», μας λέει. Το ίδιο συμβαίνει και με τους επιμελητές ανηλίκων, καθώς συχνά χάνονται τα ίχνη των παιδιών. Η κατάληξη σε ίδρυμα επίσης δεν είναι ιδανική, καθώς επέρχεται χωρισμός από το οικογενειακό περιβάλλον, κυρίως από τα αδέλφια με τα οποία τα παιδιά, συνήθως μέλη πολυμελών οικογενειών, είναι πολύ δεμένα. Γι” αυτό και η παραπομπή σε ξενώνες και δομές επιλέγονται σε περιπτώσεις υψηλής επικινδυνότητας, κακοποίησης ή τράφικινγκ. «Η καταγγελία και η σύλληψη σημαίνουν για το παιδί δυο-τρεις μέρες κοπιαστικής δουλειάς παραπάνω, για να πληρώσει το πρόστιμο», συμπληρώνει η Λένα, κοινωνική λειτουργός και συντονίστρια του προγράμματος της ΑΡΣΙΣ για παιδιά που βρίσκονται στον δρόμο.

 Η Λένα, όπως και οι street workers της ΑΡΣΙΣ, δεν αναφέρουν τα πραγματικά τους ονόματα, ειδικά τα μικρά. «Αν κάποιο παιδί μάθει ότι γράφτηκε το όνομά μας στην εφημερίδα, δύσκολα θα μας εμπιστευθεί ξανά. Είναι μια σχέση εμπιστοσύνης που χτίζεται αργά και γκρεμίζεται εύκολα» μας λέει η νεαρή κοινωνιολόγος που δουλεύει στον δρόμο εδώ και δύο χρόνια – αυτήν ας την πούμε Ελευθερία. Μαζί τους στις εξορμήσεις η νομική σύμβουλος της ομάδας, επίσης street worker, τουλάχιστον άλλος ένας κοινωνιολόγος ή κοινωνικός λειτουργός, και συχνά εθελοντές. Δύο φορές την εβδομάδα, εδώ και έξι χρόνια, λειτουργεί σε συγκεκριμένο σημείο στην Αθήνα σταθμός δημιουργικής απασχόλησης για παιδιά που δουλεύουν στον δρόμο.

 Για τα παιδιά, τα ομαδικά παιχνίδια, οι κατασκευές, η ζωγραφική είναι ένα σύντομο διάλειμμα από τη «δουλειά», που πρέπει να συνεχιστεί μέχρι να βγει το μεροκάματο – το οποίο ορίζεται από τον γονέα, συνήθως στα 30 ευρώ μίνιμουμ. Για τους ανθρώπους της ΑΡΣΙΣ είναι μια ευκαιρία να γνωριστούν με τα παιδιά, να τα βοηθήσουν, να ανοιχτούν και να μεταφέρουν κάποιο αίτημα ή ακόμα και να προσεγγίσουν τους γονείς τους. Επιπλέον, το παιχνίδι είναι μέσο διασύνδεσης με το σχολείο και επαφής με τη γνώση, μέσα από απλά βήματα, όπως το να γράψουν το όνομά τους σε μια ζωγραφιά, να μάθουν την ιστορία του τραγουδιού που έχουν μάθει να τραγουδάνε ή να παίζουν όλη μέρα, συνήθως με λάθος νότες σε ένα φτηνό έγχορδο ή ακορντεόν. Ζητούμενο είναι τα παιδιά να μην το αισθανθούν ως φιλανθρωπία, αλλά ως ένα μόνιμο σημείο αναφοράς με ανθρώπους που εμπιστεύονται.

 Η καταγραφή του φαινομένου της παιδικής εργασίας, η διασύνδεση των παιδιών με υπηρεσίες (εκπαίδευσης, υγείας, ψυχοκοινωνικής στήριξης), η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση του κοινού είναι τα τρία σκέλη του «Δικτύου Δράσης κατά της εκμετάλλευσης των παιδιών που εργάζονται στον δρόμο» της ΑΡΣΙΣ. Μολονότι η παιδική εργασία καταδικάζεται από τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του παιδιού, και η εξώθηση παιδιού σε επαιτεία τιμωρείται από τον νόμο (με κράτηση έως 6 μήνες και πρόστιμο έως 3.000 ευρώ), στην πραγματικότητα εκατοντάδες παιδιά «εργάζονται» καθημερινά, κυρίως επαιτώντας, είτε συντηρώντας τις οικογένειές τους είτε ως θύματα οργανωμένων κυκλωμάτων τράφικινγκ.

 Οι street workers της ΑΡΣΙΣ κατέγραψαν τους τελευταίους τρεις μήνες του 2012 187 διαφορετικά παιδιά που επαιτούν στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Αθήνας, με 60 από αυτά να εμφανίζονται πρώτη φορά. Υπολογίζουν ότι ανά πάσα στιγμή κάθε μέρα πάνω από 150 παιδιά βρίσκονται στους δρόμους της Αθήνας, ενώ ο συνολικός αριθμός υπολογίζεται ότι είναι διπλάσιος. «Υπάρχει μια σχετική υπεροχή των κοριτσιών στις ηλικίες 5-12, και μια υπεροχή των αγοριών στις ηλικίες 12-15», μας λένε.

 Ως προς την καταγωγή, τα περισσότερα παιδιά-επαίτες στην Αθήνα είναι από τη Ρουμανία και δευτερευόντως από την Αλβανία, ενώ τον τελευταίο ενάμιση χρόνο έχουν εμφανιστεί παιδιά από ασιατικές χώρες, κυρίως παιδιά προσφύγων ή αιτούντων άσυλο. Υπάρχουν επίσης Ελληνες ρομά και μουσουλμανόπαιδες της Θράκης. Συνήθως πουλάνε μικροαντικείμενα ή παίζουν μουσική σε συνδυασμό με την απλή επαιτεία, ενώ όσο πιο μικρά είναι τόσο πιο σκληρά τα εκμεταλλεύονται: «Τα μικρά παιδιά στοχεύουν κατευθείαν στο συναίσθημα του περαστικού και βγάζουν μεγάλα μεροκάματα, γι” αυτό και ο γονέας θα εξαντλήσει τα όριά τους». «Μη δίνετε χρήματα», είναι η πάγια συμβουλή, «δώστε τους κάτι που θα χρησιμοποιήσουν τα ίδια, μαρκαδόρους, ένα μπλοκ ζωγραφικής ή κάτι φαγώσιμο».

 «Παιχνίδι και σχολείο για τα παιδιά, δουλειά και χρήματα για τους μεγάλους», προτείνει η ΑΡΣΙΣ, ζητώντας αλλαγές στο νομικό πλαίσιο, ώστε τα παιδιά να μην αντιμετωπίζονται ποινικά, αλλά με ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας.

 Η 8χρονη Μελίνα και τα άλλα παιδιά

 Για να βγούμε στον δρόμο με τους street workers, υπάρχουν αυστηροί κανόνες: Οχι φωτογραφική μηχανή, ακολουθούμε διακριτικά από απόσταση. Λίγο πιο κάτω από την Ακρόπολη πλησιάζουν τη Μελίνα. Είναι οχτώ χρόνων αλλά μοιάζει μικρότερη. Το τσαντάκι με τα χαρτομάντιλα είναι μέρος της στολής εργασίας, τα μαλλάκια χτενισμένα σε όμορφες πλεξούδες. Πιο κάτω δύο γυναίκες, μητέρα και θεία της Μελίνας, καθώς και πολλά από τα αδέλφια και τα ξαδέλφια της «δουλεύουν» επίσης. Αργότερα θα δούμε τον Γιώργο με το μπουζούκι, τη Μαρία, που πλησιάζει τα 14 και ντρέπεται πια να βγαίνει στον δρόμο και έχει κάτι να μοιραστεί με την Ελευθερία. Είναι καλή μαθήτρια, πανέξυπνη, προσπαθούν να πείσουν την οικογένεια να σταματήσει να τη βγάζει στον δρόμο. «Θα τη στηρίξουμε με ενισχυτική διδασκαλία, τους λέμε ότι θα έχουν ένα παιδί που θα πάει πανεπιστήμιο, θα τους κάνει περήφανους. Τα άλλα δύο αδέλφια “δουλεύουν”». Ο φόβος της Αστυνομίας ή του γονέα που παρακολουθεί, κάνει τα παιδιά συγκρατημένα, οι κουβέντες τους λιγοστές.

 Οσο πλησιάζουμε στο Σύνταγμα τα πρόσωπα αλλάζουν, οι περιοχές είναι μοιρασμένες ανά εθνικότητα. Στο κέντρο υπερτερούν οι Ρουμάνοι, που έρχονται συχνά και ολόκληρες οικογένειες με σκοπό την επαιτεία. «Είναι πολύ δύσκολο να βγει ένα παιδί από τον δρόμο. Θεωρούμε κέρδος αν καταφέρουμε έστω να δουλεύει λιγότερο, υπό σχετικά καλύτερες συνθήκες ή να πάει σχολείο. Αν και δουλεύουν τόσο σκληρά, που είναι αδύνατον να παρακολουθούν τα μαθήματα. Ξέρουμε όμως περιπτώσεις παιδιών που, μεγαλώνοντας, έγιναν γονείς και αποφάσισαν ότι τα δικά τους τα παιδιά δεν θα τα βγάλουν στον δρόμο» μάς λέει η Δανάη, νομική σύμβουλος.

 Μια φορά την εβδομάδα οι θεραπευτές έχουν τη δική τους ομαδική ψυχοθεραπεία. «Μαζευόμαστε και κλαίμε», μου εξομολογείται σε κάποια στιγμή. Η ματαίωση είναι έντονο συναίσθημα, σε ένα έργο που μοιάζει σισύφειο. «Δεν ξέρω γιατί το διάλεξα αυτό που κάνω», μου λέει η Ελευθερία. «Μας μίλησε μια μέρα στο Πανεπιστήμιο η κ. Μυρτώ Λαιμού, από το Κέντρο Συμπαράστασης Παιδιού και Οικογένειας στον Κολωνό, δούλεψα εθελοντικά και κατάλαβα ότι θέλω να ασχοληθώ με τα παιδιά αυτά. Ισως επειδή τα παιδιά δεν τα αντιμετωπίζω σαν μικρά, αλλά σαν ίσους. Είναι κι αυτό το χαμόγελο που σου σκάνε, που δεν συγκρίνεται με τίποτα».

 Πληροφορίες: www.arsis.gr (η ιστοσελίδα της ΑΡΣΙΣ, μέσα από την οποία μπορείτε να ενημερωθείτε ή να στηρίξετε εθελοντικά τις δράσεις για τα παιδιά. Υπάρχει ανάγκη για κοινωνικούς λειτουργούς – διερμηνείς από τα ρουμανικά και τα βουλγαρικά).

Πηγή:Η «Εφ.Συν



 
Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013 - 0 σχόλια

«Κι εγώ φτωχός γεννήθηκα , τον κόσμο έχω γυρίσει, μέσα απ τα φύλλα της καρδιάς κι εγώ έχω μαρτυρήσει»



Συμπληρώθηκαν φέτος 41 χρόνια απο το θάνατο (8 Φεβρουαρίου 1972) του Μάρκου Βαμβακάρη, θεμελιωτή του ρεμπέτικου και ακρογωνιαίου  λίθου του λαϊκού μας τραγουδιού.

  Γεννήθηκε στις 10 Μάιου το 1905 στην Άνω Χώρα της Σύρου από φτωχή οικογένεια καθολικών και ήταν το πρώτο από τα έξι παιδιά του  Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη. Από  μικρός αναγκάζεται να κάνει διάφορες δουλειές: (κλωστοϋφαντουργός ,εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης, λούστρος) για να βιοποριστεί αυτός και η οικογένειά  του. Το 1917 σε ηλικία 12 ετών λαθρεπιβάτης στο πλοίο της γραμμής φτάνει  στον Πειραιά  όπου  για να επιβιώσει κάνει τις δουλειές του ανθρακεργάτη, του χαμάλη, του εκδορέα στα σφαγεία.

Έρχεται σε επαφή με τους τεκέδες, συναναστρέφεται  τον κόσμο τους και μυείται στους κώδικες και στον τρόπο της ζωής τους. Εκεί συναρπάζεται από τον ήχο του μπουζουκιού και σε διάστημα έξι μηνών όπως λέει ο ίδιος  στην αυτοβιογραφία  του  μαθαίνει το όργανο και αρχίζει να γράφει δικά του τραγούδια.

Το 1933, , o Μάρκος Βαμβακάρης κυκλοφόρησε την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι»»  στην  Odeon και το 1934 μαζί με το Γιώργο Μπάτη, τον Ανέστη Δελιά  και τον Στράτο Παγιουμτζή δημιουργούν την ξακουστή «Τετράς του Πειραιά» της οποίας όλα τα μέλη έχουν μια εξέχουσα θέση στο ρεμπέτικο τραγούδι με πολλά γνωστά τραγούδια ο καθένας. Η θρυλική τετράς γίνεται γνωστή και η φήμη του Βαμβακάρη εδραιώνεται μεταξύ των ανθρώπων του ρεμπέτικου  και των θαμώνων  στα στέκια όπου παίζεται το είδος αυτό της λαϊκής μας μουσικής.

Το 1935 επισκέφτηκε την Σύρο ύστερα από είκοσι σχεδόν χρόνια για να παίξει σε μαγαζί της περιοχής και γράφει την «Φραγκοσυριανή»,το πιο γνωστό και πολυτραγουδισμένο του τραγούδι που θα γίνει επιτυχία εικοσιπέντε χρόνια αργότερα με την φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

To  1935 εγκαταλείπει τους τεκέδες και εμφανίζεται αποκλειστικά στα λαϊκά κέντρα, ενώ στην κομπανία έρχεται να προστεθεί και ο Κ.Σκαρβέλης. Η  περίοδος αυτή είναι η πιο παραγωγική του και συνεργάζεται με μια σειρά μεγάλα ονόματα της εποχής όπως:Οι Γ.Παπαϊώάννου , Σ.Κερομύτης, Σ.Χασκίλ.Ρ..Αμπατζή Σ. Καρίβαλη.

«Αναρχικό» και κριτικό πνεύμα απέναντι στην κρατούσα κοινωνική και πολιτική τάξη της εποχής του, δεν θα διστάσει να τους  συμπεριλάβει  στα τραγούδια του  με  σκωπτικό  και καταγγελτικό   τρόπο  για τα πεπραγμένα τους :

«Όσοι γινούν πρωθυπουργοί όλοι τους θα πεθάνουν ,
τους κυνηγάει ο λαός για τα καλά που κάνουν»

Κι άλλες φορές γέννημα θρέμμα των αδικημένων και των βασανισμένων της κοινωνίας που τέμνεται στα δύο, θα εξυμνήσει την φτωχολογιά από την οποία και προέρχεται :

«Κι εγώ φτωχός γεννήθηκα , τον κόσμο έχω γυρίσει,
μέσα απ τα φύλλα της καρδιάς κι εγώ έχω μαρτυρήσει» 

Η μεταξική δικτατορία θέλοντας να χειραγωγήσει τα μουσικά πράγματα της εποχής και να τα προσαρμόσει στην «Εθνική Πολιτισμική Ταυτότητα» του καθεστώτος, επιβάλει λογοκρισία στο είδος του τραγουδιού  και κυνηγά τους δημιουργούς του. Τα βιώματα  και η αναφορά στην παρέκκλιση που έχουν μέσα    τα τραγούδια του Μάρκου : τεκέδες μαγκιά, ουσίες, γυναίκες, αλλά και η παθητική διαμαρτυρία απέναντι στην καθεστωτική καταπίεση κηρύσσονται παράνομες και «αλλότριες» συνήθειες και απαγορεύονται.

Από το 1940 και όλη την διάρκεια της κατοχής γράφει τραγούδια που αναφέρονται στην επιστράτευση και στα πολεμικά γεγονότα που δεν κυκλοφόρησαν ποτέ. Αυτή την εποχή επηρεασμένος από τις θηριωδίες των ναζιστών αλλά και  την ηρωική αντίσταση του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ γράφει όπως μαρτυρά και ο ίδιος στις αφηγήσεις του τα τραγούδια: «Στην Κοκκινιά την κόκκινη» και το «Χαϊδάρι». Τα τραγούδια  αυτά δεν ηχογραφήθηκαν ποτέ αλλά οι στίχοι του δεύτερου διασώθηκαν από την δημοσίευση τους στο περιοδικό (Ελληνικό Τραγούδι τευχ, 24 1947) και  θα γίνει γνωστό στο κοινό  από το γιό του Στέλλιο μετά την μεταπολίτευση

«Τρέξε μανούλα να με δεις τρέξε για να με σώσεις
Κι απ το Χαϊδάρι μάνα μου να μ απελευθερώσεις»

 
To καθεστώς της 4ης Αυγούστου και η κατοχή συμβάλουν αποκλειστικά στην ανέχεια και την φτώχεια που έχει περιπέσει και την οποία προσπαθεί να αντιμετωπίσει με περιοδείες  με το μπουζούκι του ανά την Ελλάδα,. Μετά τον πόλεμο επανέρχεται στην δισκογραφία  αλλά το 1952 τα προβλήματα υγείας καθώς και η στροφή των εταιριών στους μουσικούς επηρεασμούς του  Ανατολίτικου θα τον θέσουν στο περιθώριο.  Εξαίρεση αποτελεί η συμβολή  του Βασίλη Τσιτσάνη που σαν καλλιτεχνικός διευθυντής της Coloybia φέρνει ξανά τον Μάρκο στην επιφάνεια με την ηχογράφηση έξι  νέων τραγούδιων καθώς και την επανεκτέλεση παλαιότερων  με τη φωνή του Γ.Μπιθικώτση, της Κ.Γκρέη, και του Σ. Διονυσίου που θα συμβάλουν στo να επανέρθει από την αφάνεια  ο δημιουργός και τα τραγούδια του.   Είναι η εποχή που μπαίνουν οι βάσεις για την μετέπειτα αναβίωση του ρεμπέτικου τραγουδιού, και θα προλάβει να ζήσει συγκινητικές στιγμές από την αποδοχή του κόσμου  στις  επανεμφανίσεις του στο πάλκο στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 με αποκορύφωμα την μεγάλη συναυλία στο «Κεντρικόν» που οργάνωσε ο « Σύλλογος  Κρητικών Φοιτητών»
     
Κοινωνικό και βιωματικό το περιεχόμενο των τραγουδιών του Μάρκου και συνολικά του ρεμπέτικου τραγουδιού αντλεί το περιεχόμενό  του από την καθημερινότητα  του κόσμου, που οι κοινωνικές αντιθέσεις έχουν θέσει στην περιφέρεια –περιθώριο του αστικού κόσμου και της κουλτούρας του. Τεκέδες,  χασίσι, μάγκες με μπέσα και αξιοπρέπεια, βιοπορισμός , επαγγέλματα, καταγγελία της κοινωνικής αδικίας, αλλά και έρωτες, πάθη και προσδοκίες, που μέσα από την ανάμνηση των ήχων της  παιδικής μνήμης, (των παραδοσιακών δημοτικών τραγουδιών και οργάνων) και «ντυμένα» με τη φόρμα του μπουζουκιού από την φαντασία και τα χρυσά δάχτυλα του Πατριάρχη του λαϊκού μας τραγουδιού  Μάρκου Βαμβακάρη,αγγίζουν την καρδιά και τις αισθήσεις των καταπιεσμένων και απόκληρων των αστικών κέντρων, για να  γίνουν η βάση  ενός λαϊκού πολιτισμού με αντοχές και παρακαταθήκη για το μέλλον. 

                                  
Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013 - 0 σχόλια

Γερνάω μόνος…




Γερνάω μόνος…

Γερνάω μόνος, σ ένα κόσμο που γερνά,
έχει χορτάσει η ψυχή μου μοναξιά.
Γερνάω μόνος, στο μπαλκόνι μια σκιά,
έρχεται η νύχτα να μου σφίξει τη καρδιά.

Κάτι τριμμένα πράγματα από παλιά,
είναι ο χρόνος που διαβαίνει και κυλά.
Κάτι εικόνες κι ένα άλμπουμ με παιδιά
φωτογραφίες από χρόνια σχολικά.

Ξυπνάω  μόνος, σε μια πόλη που ξυπνά,
οι κουρασμένοι όταν πάνε για δουλειά.
Ξυπνάω μόνος, το οχτάωρο βαρύ,
ένα απόγευμα μονάχα η ζωή!

Σε κάτι συνθήματα στον τοίχο με μπογιά,
είναι ο κόσμος που ήθελα. Αλλά…
Κάτι ωραία και μεγάλα ιδανικά,
και κάποιος έρωτας που με ξαγρυπνά!